περιπάτημα

περιπάτημα
το 'см. περπάτημα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "περιπάτημα" в других словарях:

  • περιπάτημα — περιπάτημα, το και περπάτημα, το, ατος 1. βάδισμα, πορεία: Πρήστηκαν τα πόδια μου από το περπάτημα. 2. τρόπος βαδίσματος: Λεβέντικο περπάτημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιπάτημα — το, ΝΜ, και περπάτημα και πορπάτημα, Ν [περιπατώ / περπατώ] ο χαρακτηριστικός τρόπος με τον οποίο περπατάει κάποιος, η περπατησιά νεοελλ. 1. το να περπατάει κανείς, το να βαδίζει πεζή, η πορεία («κουράστηκα απ το πολύ περπάτημα» 2. στον πληθ. τα… …   Dictionary of Greek

  • περπάτημα — το, Ν βλ. περιπάτημα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»